- θρύπτω
- (ΑΜ θρύπτω)1. θρυμματίζω2. μέσ. θρύπτομαικαμαρώνω, κάνω νάζια.αρχ.1. (για αέρα) διασκορπίζομαι2. (με ηθική σημ.) εξασθενώ, αμαυρώνω3. παθ. α) γίνομαι τρυφηλός, φιλήδονοςβ) εκθηλύνομαι4. ζω άσωτα5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι απορρίπτω κάτι που μού προσφέρεται6. φέρομαι αλαζονικά7. καυχιέμαι, κομπάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρατηρείται μορφολογική και σημασιολογική σχέση τού ρ. με τα θραύω*, θρυλίσσω*. Ανάγεται σε ΙΕ *dhrubh-iō < ΙΕ ρίζα *dhreubh- (παρεκτεταμένη με χειλικό μορφή τής ρίζας *dhreus- τού θραύω) και συνδέεται με λεττ. drubazas «κομματάκι ξύλου» κ.ά. Το ρ. θρύπτω, εκτός από τη γνωστή σημ. «κομματιάζω, θρυμματίζω», έλαβε και άλλες μεταφορικές σημ. ήδη από την Αρχαία (πρβλ. «φθείρω, εξασθενώ», «ζω ακόλαστα»), από τις οποίες προήλθε και το παράγωγο τρυφή (πρβλ. ακολασία, μαλθακία), απ' όπου και τα τρυφώ*, τρυφερός*.ΠΑΡ. θρύμμα, θρυπτικός, θρύψη, τρυφήαρχ.τρύφος.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) διαθρύπτω, συνθρύπτωαρχ.αποθρύπτω, ενθρύπτω, επιθρύπτω, καταθρύπτω, περιθρύπτω, υποθρύπτω].
Dictionary of Greek. 2013.